Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μεγάλῃ τῇ φωνῇ

См. также в других словарях:

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • συνεπηχώ — έω, Α 1. ψάλλω μαζί ή από κοινού με άλλον, συνοδεύω κάποιον που τραγουδάει («ἐξήρχεν αὐτὸς παιᾱνα... oἱ δὲ θεοσεβῶς... συνεπήχησαν μεγάλῃ τῇ φωνῇ», Ξεν.) 2. μτφ. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αντιστοιχία με κάποιον ή με κάτι 3. αντηχώ, αντιλαλώ («ὁ… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόφωνος — η, ο (ΑM μεγαλόφωνος, ον) 1. αυτός που έχει δυνατή φωνή, βροντόφωνος 2. αυτός που μιλάει δυνατά αρχ. (ιδίως για ποιητές) μεγαλήγορος, μεγαλοπρεπής («ὁ μεγαλοφωνότατος Πίνδαρος», Αθήν.). επίρρ... μεγαλοφώνως και α (ΑM μεγαλοφώνως) με μεγάλη,… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοφωνία — μεγαλοφωνία, ἡ (Α) [μεγαλόφωνος] 1. μεγάλη, δυνατή φωνή 2. μεγάλη, εξαιρετική ευγλωττία, ευφράδεια …   Dictionary of Greek

  • Βάκων — I (Ίλτσεστερ, Σόμερσετ 1214 – 1292;). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φιλόσοφου Ρότζερ Μπέικον (Roger Bacon). Σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Παρίσι και γύρω στο 1252 μπήκε στο τάγμα των Φραγκισκανών μοναχών. Η κλίση του όμως προς την… …   Dictionary of Greek

  • υποβεβηκότως — ΜΑ επίρρ. πολύ σιγά, ήρεμα («μεγάλῃ τῇ φωνῇ... ἧσσον... ὑποβεβηκότως», Αθανάσ.) αρχ. 1. ειδικά 2. καθοδικά, προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ὑποβεβηκώς, ότος τού ρ. ὑποβαίνω] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»